Ιστορία

Το χωριό είναι συγκροτημένος οικισμός πριν το 1431 -ακριβώς δεν γνωρίζουμε- με την ονομασία Μικρή Τζοντίλα, αλβανικής μάλλον προέλευσης.

Στο εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη υπήρχαν μέχρι πρόσφατα ερείπια ρωμαϊκού φυλακίου ενώ η ίδια περιοχή είναι γεμάτη με θραύσματα κεραμιδιών και αγγείων υστερορωμαϊκής περιόδου. Το 1431, μαζί με άλλα χωριά της περιοχής, συνθηκολόγησε με τους Τούρκους. Τότε το χωριό είχε 18 σπίτια και ονομαζόταν Μικρή Τζοντίλα. Με τη συνθηκολόγηση απέσπασαν από τους Τούρκους τα προνόμια της αυτοτέλειας, της αυτοδιοίκησης, της ελεύθερης θρησκευτικής λατρείας  και την απαγόρευση να εισέρχονται στην περιοχή Τούρκοι χωρίς την άδεια των χωριανών. Σαν αντάλλαγμα έδινε κάθε χρόνο για υπηρεσία στους σουλτανικούς στάβλους της Κωνσταντινούπολης 38 άνδρες –τους βοϊνίκηδες-, που αργότερα αντικαταστάθηκαν από 1.800 άσπρα (τούρκικο νόμισμα). Με την υπηρεσία τους αυτή δημιούργησαν ιδιαίτερες σχέσεις με τους Τούρκους μεγιστάνες και μετά την αποστράτευσή τους ξανοίχτηκαν στο εμπόριο και στις επιχειρήσεις στη Μ. Ασία, τη Ρωσία, τη Ρουμανία, την Αίγυπτο. Ήταν κυρίως έμποροι και κτηματίες και τραπεζίτες. Μερικοί εξασκούσαν και το επάγγελμα του πρακτικού γιατρού, του βικογιατρού.

Σχεδόν όλοι προκόβουν και γυρίζουν στο χωριό τους πλούσιοι Ο θεσμός του ταξιδιού γενικεύεται. Κάθε σπίτι έχει τουλάχιστον έναν άντρα στα ξένα. Η γεωργία και η κτηνοτροφία έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Δημιουργείται έτσι ένας αστικός πολιτισμός σε ορεινό και αγροτικό τοπίο.

Αναπτύχθηκε έτσι ένας ιδιότυπος αστικός πολιτισμός κατά τα έτη 1600-1820, σε μια εποχή που το ελληνικό έθνος βρισκόταν σε βαριά καταπίεση από τον Οθωμανό κατακτητή. Ένας πολιτισμός που εκδηλώθηκε σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής κι άφησε τα ίχνη του στο δομημένο περιβάλλον.

Οι κάτοικοι της περιοχής πρώτοι στην Ελλάδα αρχίζουν να φοράνε τα φράγκικα -τα ευρωπαϊκά ρούχα. Όμως και οι γυναίκες δεν πήγαιναν πίσω. Η μόδα από την  Ευρώπη περνούσε πρώτα από το Ζαγόρι και μετά πήγαινε στην Αθήνα, ενώ τα μεταξωτά υφάσματα και τα χρυσαφικά ήταν πεδίου ανταγωνισμού μεταξύ των γυναικών. Μάλιστα οι γυναίκες του χωριού ήταν από τις πρώτες που έβγαλαν από τον προηγούμενο αιώνα την παραδοσιακή στολή φορώντας δυτικά ρούχα.

Συσσωρεύτηκαν  έτσι στα χωριά μεγάλα κεφάλαια. Ο πλούτος μετριέται με τα φορτηγά ζώα που φέρνει μαζί του ο ξενιτεμένος. Όσα περισσότερα μουλάρια τόσο περισσότερο ήταν το καζάντιο. Άρχισαν να χτίζονται καινούρια και μεγαλύτερα σπίτια, δίπατα και τρίπατα, στολισμένα με τοιχογραφίες, ζωγραφιστά και σκαλιστά ταβάνια, ακόμα και με ζωγραφιστά πατώματα. Καθιερώνεται ο θεσμός των δωρεών. Εκκλησίες, γεφύρια, βρύσες, καλντερίμια κατασκευάζονται με δωρεές των πλουσίων. Δεν λείπουν και οι προικοδοσίες των άπορων κοριτσιών.

Δημιουργείται ένα πρωτότυπο οικογενειακό και εθιμικό δίκαιο με έμφαση στην προστασία των άπορων οικογενειών, των ορφανών και της οικογενειακής περιουσίας. Όλες οι συναλλαγές μεταξύ τους γίνονται γραπτά και υπογράφονται από τους πιο σημαίνοντες χωριανούς.

Το χωριό μεγάλωσε με την πάροδο των χρόνων με την εγκατάσταση σ’ αυτό οικογενειών από τα χωριά Ριζό, ντόμπρες, Μακρυγιάννη, Πιτούρνα και Ζλάροβο, τα οποία διαλύθηκαν. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία (αμπέλια, βρίζα) και την κτηνοτροφία. Αναφέρεται Δικορφιώτης που στις αρχές του 19ου αιώνα είχε 5.000 πρόβατα και άλλοι με όχι πολύ λιγότερα.

Τη μεγαλύτερή του ακμή το χωριό την γνωρίζει στα μέσα του περασμένου αιώνα, φτάνοντας το 1880 τα χίλια διακόσια άτομα. Σχολείο υπήρχε πριν από το 1800. Γύρω στα 1835 ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο και στα 1890 Παρθεναγωγείο.

Μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα δεν δεινοπαθεί από ληστείες -όπως τα άλλα χωριά του Ζαγορίου- γιατί οι κάτοικοί του είχαν τη φήμη ανδρείων. Δεν γλιτώνει όμως από τις ληστρικές συμμορίες στις αρχές του αιώνα, με αποτέλεσμα να ελαττωθεί σημαντικά ο πληθυσμός. Το 1943 ήρθαν οι Γερμανοί για να το κάψουν αλλά δεν πραγματοποίησαν την απειλή τους. Πραγματοποίησαν όμως μεγάλες λεηλασίες. Στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου κάηκαν τρία σπίτια.

Ο πληθυσμός του αρχίζει να φθίνει με πολύ γρήγορο ρυθμό από την αναγκαστική εκκένωση του χωριού κατά τον εμφύλιο πόλεμο αλλά και κατά τη δεκαετία του 1960 με την γιγάντωση του φαινομένου της αστυφιλίας .

——– ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ